ἀπορριφὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορριφὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπορριφὴ ἡ, Κύθηρ. ’πορριφὴ. Ἰκαρ. ἀπορροφή Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπορριφή. ᾽Ιδ. Δουκ. ἐν λ. ἀποροφή, ἔνθα τύπ. ἀπορυφή.

Σημασιολογία

1) ᾽Απόστημα ἀδένων Κρήτ. Κύθηρ. 2) Φλεγμονὴ τοῦ προσώπου πυώδης Ἰκαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/