ἀπόνετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόνετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόνετος ἐπίθ. Ζάκ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀπόνιτους Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πονετὸς<πονῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συμπονῶν, ὁ μὴ συμπάσχων, ἀνάλγητος, ἄσπλαγχνος, σκληρὸς ἔνθ’ ἀν.: Βαρέα ἀπόνετος ἄθρωπος εἶσαι Πόντ. (Ὄφ.) Συνών. ἀπονιˬάρις, ἄπονος 1, ἀπονόψυχος. 2) Ὁ μὴ προξενήσας ἢ μὴ προξενῶν ἄλγος Πόντ. (Κερασ.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾽Απόνετο πρήξιμο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄπονος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA