ἀποσπορίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπορίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσπορίδι τό, ἀμάρτ. ἀπουσπουρίδ’ Μακεδ.(Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σπορίδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀπόβλητον μέρος τοῦ διὰ σπορὰν κοσκινισθέντος σίτου. 2) Τὸ ὑστερότοκον τέκνον. Συνών. ἀπόσπερμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/