ἀπορροΐζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορροΐζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορροΐζω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπορροὴ = πτῶσις τῶν φύλλων.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῶν δένδρων, παρέχω τοὺς τελευταίους καρπούς: ᾎσμ. ᾿Ηπορροΐσαν οἱ συκεˬὲς κ’ ἠδει͜άσανε τ᾿ ἀbέλιˬα, ἀλλοὶ κακὸ ποῦ τά ’βρηκε τοῦ κάbου τὰ κωπέλλιˬα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/