ἀπορροκανίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορροκανίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορροκανίδι τό, Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀπορρουκανίδι Πελοπν. (Λακων.) ᾿πορρουκανίδι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ροκανίδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ τοῦ ροκανίσματος προερχόμενον λεπτὸν καὶ ταινιοειδὲς ἀπόξεσμα ἔνθ’ ἀν.: Πήαινε σώρεψε ᾽λ-λία ᾽πορρουκανίδιˬα Κύπρ. 2) Λείψανον μικρὸν ἐξ οἱουδήποτε μεγαλυτέρου ὅλου, οἷον τῶν φρυγομένων διπύρων, τὰ συγκάθουρα τοῦ χοιρείου λίπους κττ. Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/