ἀποκρεμε͜ιάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεμε͜ιάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρεμε͜ιάζομαι ἀμάρτ. ᾿πουκριμε͜ιάζουμι Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρεμάζομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποκρεμῶ, κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ κρεμε͜ιέμαι.
Σημασιολογία
Ἀναρτῶμαι ἀπό τινος: Ἰλᾶτι ’πουκριμε͜ιαστῆτι ’ποὺ τὴ σιγκούνα μου, σᾶς σηκώνου οὕλα. Ἅμα ‘πουκριμε͜ιαστοῦμι, θὰ σὶ γκριμίσουμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA