ἀποσπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσπῶ κοιν. 'ποσπῶ Κρήτ. (Σητ.) Χίος ’ποσπάω Κέρκ. ἀποσπάζω πολλαχ. ᾽ποσπάζω Κύπρ. Μέσ. ᾿ποσπάζομαι Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποσπῶ.
Σημασιολογία
1) ’Αποχωρίζω ἕλκων βιαίως κοιν.: ᾽Απόσπασα μιˬὰ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ βράχο. ᾿Απόσπασα τὸ βρέφος ἀπὸ τὴν ἀγκαλεˬὰ τῆς μητέρας. Δὲ μπόρεσε νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὴ δεῖνα λόγ. κοιν. β) Ἐκριζώνω, ἐκσπῶ λόγ σύνηθ. καὶ δημῶδ. Σύμ. : Δὲν ἀποσπᾷ οὔτε μιˬὰ τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι της λόγ. σύνηθ. Πάτ᾽ ᾽ὰ ἀποσπάσετε γούλα (πάτ’ ᾿ὰ₌πάτε νὰ) Σύμ. γ) ᾿Εκβλαστάνω, ἐπὶ τοῦ σίτου ἐκβλαστάνοντος στάχυν Κύπρ. : ᾽Επόσπασεν κουτσούλ-λαν (ἔβγαλε στάχυν). δ) Μεταφ. ἐπιτυγχάνω δυσκόλως λόγ. σύνηθ. : Τοῦ ἀποσπᾷ ὑποσκέσεις. Μοῦ ἀπόσπασες τὸ μυστικὸ (ἐπέτυχες νὰ μάθῃς). 2) Ἐλευθερώνω, ἀποφυλακίζω Κύπρ.: Πότε ᾽εν-νὰ ’ποσπαστῇς; Ὕστερα ’πὸ ἕναν μῆναν ᾿ποσπάζομαι.|| ᾎσμ. ᾿Επόσπασεν τ᾿ ἀέρφιν μου ποῦ ’ταν φυλακωμένον. β) κάμνω τινὰ ἐλεύθερον Κύπρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Μούλ-λωσε, Μεχεμέταα, πολ-λὴν ριτζιˬὰν μὲν κάμνῃς, ᾿ποσπάζεις τοῦτον τὸν Ρωμα͜ιόν, μὰ κρούζουμεν τὴν χώραν Κύπρ. Μὰ δέν σε ’φίν-νω μέσ᾽ ’ς τὴν Τουρκιˬὰν . . . γιˬὰ νά ’βρω τρόπον νὰ σὲ ᾽ποσπάσω αὐτόθ. κιˬ ἀπὸ τὰ χέρgα τῶν Τουρκῶν ἤτουνε ᾽ποσπασμένος αὐτόθ. 3) ᾽Απαλλάττω, σῴζω Κύπρ :Ἔδερνέν τον τ᾽ ἐπόσπασά τον. ᾽Ποσπάζει ἄθ-θρωπον ’ποὺ τὴν κρεμ-μάλ-λαν. Νὰ τὸν ’ποσπάσῃς 'ποὺ τὰ χέρgα του πὀν-νὰ τὸν σκοτώσῃ (πὀν-νὰ₌ποῦ θεν-νά). Ἄν εἷναι γιˬός μου, ᾿ποσπάζεται ( ἐκ παραμυθ.) ᾿Εγιˬώνι ἐπόσπασα τὸν Γιˬαν-νῆν ποῦ ἐθεν-νὰ τὸν δέρῃ ὁ Γεˬωρκῆς. ’Ποσπάσ’ τὴν κεφαλήν σου κ’ ὕστερις ἐμᾶς. ᾽Ποσπάστηκεν ὁ κακορρίζικος ’ποῦ τὰ βάσανα (ἀπέθανε). Συνών. γλυτώνω. β) Μέσ ἀπαλλάττομαι ἀπό τινος Κύπρ. : Φρ. Ἐποσπάστηκεν ’ποὺ τὲς δουλε͜ιές του (ἐτελείωσε τὰς ἐργασίας του). ’Ποσπάστου ’ποῦ τὸ κτίσμαν νὰ φάμεν. Καὶ ἄνευ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ: Νὰ ’ποσπαστῶ καὶ ἔπειτα (νὰ τελειώσω τὴν ἐργασίαν καὶ ἔπειτα). || ᾎσμ. Ἔ το ποῦ ’ποσπαστήκασιν και πάσι να με θάψουν, τὲς πέτρες τὲς ἀσύντυχες κάμε τες νὰ μὲ κλάψουν 4) Τελειώνω Κύπρ.: ’Ποσπάζει τὴν δουλε͜ιάν του. 5) Μεταθέτω προσωρινῶς ὑπάλληλον ἢ στρατιωτικὸν ἀπὸ τῆς θέσεως, εἰς ἣν ἀνήκει, εἰς ἄλλην λόγ σύνηθ.: Ἐνεργεῖ ν᾿ἀποσπαστῇ ’ς τὴν ἀστυνομία - ᾿ς τὸ ὑπουργεῖο - σὲ ταμεῖο κττ. Ἀξιωματικός - τελωνοφύλακας -ὑπάλληλος ἀποσπασμένος. Ὁ δικαστὴς εἶναι ἀποσπασμένος σὲ προξενικὴ ὑπηρεσία. 6) Σπῶ τελείως, θραύω ἐντελῶς σύνηθ.: Ἤτανε ραγισμένο τὸ τζάμι, τ’ ἀπόσπασες και᾽ ἡσύχασες. Πρόσεξε μὴν ἀποσπάσῃς τὸ ποδάρι τῆς καρέκλας. Ξανάπεσε κι ἀπόσπασε τὸ χέρι του.Ἔδωκε πῆρε, τ᾽ ἀπόσπασε τὸ κλῆμα. Ἦταν σπασμένη λίγο ἡ ρίζα τοῦ βασιλικοῦ κ᾿ ἐπῆγε ὁ γιˬός σου καὶ τὴν ἀπόσπασε. Σπασμένο ἤτανε τὸ σταμνὶ κ᾿ ἐπῆες καὶ τὸ ᾿πόσπασες σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. θραύομαι καθ’ ὁλοκληρίαν πολλαχ. : ᾽Απόσπασε ἡ λαΰνα - ἡ στάμνα - ἡ συκεˬά - τό τζάμι - τό δέντρο πολλαχ. 7) Ἀμτβ. πάσχων ἐκ κήλης πρότερον πάσχω ἀκόμη περισσότερον Πελοπν. (Μάν.): Ὁ καηˬμένος ἀπόσπασε τὸν τελευταῖο καιρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA