ἀποκρησάρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρησάρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκρησάρισμα τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κρησάρισμα.

Σημασιολογία

Πληθ., τὰ διὰ τοῦ κρησαρίσματος ἀποχωριζόμενα, οἷον τὰ πίτυρα: ᾎσμ. Ποῦ κρησαρίζει τὸ φλωρὶ καὶ πέφτει τὸ λογάρι καὶ τ᾿ ἀποκρησαρίσματα τὰ βάνει ᾿ς τὸ μαdήλι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκοσκινίδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/