ἀπόσταγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσταγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσταγμα τό, ἀμάρτ. ἀπόσταμα Ἰθάκ. Κεφαλλ.-Λεξ. Δημητρ. ἀπόσταγμαν Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπόσταγμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ πρῶτον γλεῦκος τῶν σταφυλῶν τὸ ἐκρέον πρὸ τῆς ἐκθλίψεως Ἰθάκ. Κεφαλλ. -Λεξ. Δημητρ. : Στάσου πρῶτα νὰ βγάλουμε τ᾿ ἀπόσταμα κ’ ἔπειτα πατοῦμε Ἰθάκ. Συνών ἀπάτης (ΙΙ) 1, πρόρρος, πρόχυμα. 2) Τὸ νὰ παύῃ τι νὰ 'στάζῃ Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀποστάλαγμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/