ἀποκρισιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρισιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποκρισιˬάρις ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ. ἀποκροσιˬάρις Μεγίστ. - (Νουμᾶς 148,9) ἀπουκρισάρις Ἀθ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀποκρισάρις Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀποκρισιάριος, παρ᾽ ὃ καὶ ἀποκλισιˬάρος. Καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1,156 (ἔκδ. RDawkins) ἀποκλισάρις. Διὰ τὸν τύπ. ἀποκροσιˬάρις ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 26. Ὁ φθόγγος σιˬα φωνητικῶς μεταβάλλεται εἰς σα κατ᾿ ἀπώλειαν τῆς οὐρανώσεως.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀποστελλόμενος ὅπως κομίσῃ προφορικὴν ἢ γραπτὴν ἀπάντησιν, διαγγελεύς, ἀγγελιαφόρος Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Παροιμ. Ἄν λέγῃ ὅ,τι τοῦ λένε, δὲ φταίγει ὁ ἀποκρισιˬάρις (ὅτι ὁ κομίζων δυσάρεστον ἀπόκρισιν δὲν εὐθύνεται δι’ αὐτὴν) Ἰόνιοι Νῆσ. || ᾎσμ. Τετράδη τὸ ξημέρωμα ὥς τὀ κολατσιδάκι ἀποκρισιˬάρι bέψανε τὸ Χατζῆ Ἀνετάκι Κρήτ. 2) Ὁ μεσολαβῶν πρὸς σύναψιν συνοικεσίου, προξενητὴς Μεγίστ. - (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.): Οἱ γονεˬοὶ τῆς κόρης ἅμα σημαδέψουν τὸ γαμπρό . . . θὰ στείλουν μερικοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, τοὺς ἀποκροσιˬάριδες, νὰ πάν τὴ νύχτα μὲ τὸ φανάρι ’ς τοῦ γαμπροῦ τὸ σπίτι γιˬὰ νὰ γυρέψουν τὸ νέον ἀπὸ τοὺς γονεˬούς του (Νουμᾶς ἔνθ᾽ ἀν.) β) Πληθ. ἀποκρισιˬάριδες, οἱ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης ἀγγέλλοντες τὴν μέλλουσαν ἄφιξιν τῆς συνοδείας τοῦ γαμβροῦ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 3) Ὁ μὴ διστάζων νὰ ἀπαντᾷ, τολμηρός, ἀναιδὴς εἰς ἀποκρίσεις Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Πολὺ ἀποκρισάρις ἐίνης κ᾽ εἶσαι! Ἀποκρισάρα ’υναῖκα. β) Ὁ ὁμιλῶν ταχέως Πελοπν. (Βούρβουρ.): Εἶναι ἀποκρισιˬάρα, λέει τοὶς κουβέντες της γλήγορα. 4) Εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ὁ ἀποκρινόμενος διὰ τοῦ «κύριε ἐλέησον» ἢ «ἀμὴν» εἰς τὰς αἰτήσεις τοῦ ἱερέως Ἄθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/