ἀπονητζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονητζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονητζω Πόντ. (Κερασ.) ἀπονετζω Πόντ. (Κερασ.) ἐμbονετζω Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπονήστιˬα.
Σημασιολογία
1) Κρεοφαγῶ τὴν τελευταίαν ἡμέραν πρὸ τῆς νηστείας Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) Συνών. ἀποκρεύω 1, ἀποκρεˬώνω 1. β) Τρώγω τι ὡσεὶ διὰ τελευταίαν φορὰν ἢ σπάνιόν τι καὶ ἐπιθυμητὸν Πόντ. (Κοτύωρ.) Καὶ μετβ. δίδω εἴς τινα νὰ φάγῃ τι σπάνιον καὶ ἐπιθυμητὸν Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἄς εἶσαι καλά, ἐμbονετίασες με. 2) Παύω νὰ νηστεύω ληξάσης τῆς νηστείας Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀπονηστεύω, ἀπονηστίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA