ἀποσταλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσταλάζω Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) Σαλαμ. κ.ἀ. -Λεξ.Βλαστ. Δημητρ. ἀπουσταλάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ ’ποσταλάζω Σαλαμ. ἀποσταλάσ-σω Κάρπ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποσταλάζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Καθαρίζω δι’ ἀποστάξεως, διυλίζω Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) κ. ἀ.: Ζουμί ἀποσταλαγμένο (περασμένο ἀπὸ τὸ τρυπητήρι) Ἀρκαδ. Συνών. λαγαρίζω, λαμπικκάρω. Πβ. σουρώνω, στραγγίζω. 2) Κάμνω τι νὰ στραγγίσῃ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Θ’ ἀπουσταλάξου τ᾿ ἀσκί (κρεμῶν τὸν ἀσκὸν ἀνάποδα κάμνω ν᾿ ἀποστραγγίσῃ) Αἰτωλ. Συνών. ἀποστραγγίζω. Β) ᾿Αμτβ. 1) ᾽Αποστάζω, στάζω Κάρπ. Σαλαμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ. : Τὸ νερὸ - τὸ κανάτι ’ποστάλαξε Σαλαμ. Ἡ σκεπὴ ἀποσταλάζει Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. ᾽Αποσταλάσ-σ' ἡ μούρη της σὰν Χιˬώτικο μαστίχι, μάσ-σεται κιˬ ἀπομάσ-σεται καὶ ροοκοκ-κινίτζει (μούρη₌μύτι) Κάρπ. Η σημ. καὶ μεταγν. ᾿Ιδ Λουκιαν. Ἔρωτ. 45 «ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες». 2) Παύω νὰ στάζω Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. : Ἀπουστάλαξι τοὺ μέλι (ἔπαυσε νὰ στάξῃ ἀπὸ τὰς κηρήθρας) Αἰτωλ. 3) Μεταφ. καταντῶ, καταλήγω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Νὰ ἰδοῦμι ποῦ θὰ ἀπουσταλά’ κιˬ αὐτὸ τοὺ σπίτ’, αὐτὸς οὕλα τά πού’σι. Τοὺ πῆρ' οὑ ἕνας, τοὺ πῆρ’ οὑ ἄλλους, νὰ ἰδοῦμι ποῦ ἀπουστάλαξι τώρα. Συνών ἀποκαταντῶ 1, καταντῶ, κατασταλάζω. Πβ. ἀποστάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA