ἀποκρυφιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρυφιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρυφιˬάζω Θρᾴκ. (Κασταν. Μυριόφ. Σηλυβρ. Τζετ.) Μέσ. ἀποκρυφσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπόκρυφα.

Σημασιολογία

1) Διαλανθάνω, διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος Θράκ. (Κασταν. Μυριόφ. Σηλυβρ. Τζετ.): Μὲ ἀποκρύφιˬασε κ᾽ ἔκαμε αὐτὸ κ᾿ ἐκῖνο Μυριόφ. Σὰ τὴ μιλήσῃς μὲ θυμό. σ᾽ ἀποκρυφιˬάζ’ καὶ τρώγει τὰ ροῦχα Κασταν. Μιˬὰ μέρα τὸν ἀποκρύφιˬασε κ᾿ ἔβαλε τὸ χέρι τ᾿ ’πάνω ᾽ς τη λάσπη Τζετ. 2) Μέσ. ἀποκρύπτομαι, γίνομαι ἀόρατος, ἀφανὴς Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Χαλδ.): Ἅμον ντὸ ἐπεκρυφστεν ἀσ’ ᾽ς ἀθρώπ’ς, ἐρχίνεσεν νὰ φεύ’ Χαλδ. ᾿Επεκρυφστεν κ᾿ ἕκ’σεν ντὸ εἶπαν (ἤκουσε τὸ τί εἶπαν) αὐτοθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/