ἀποκρύφιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρύφιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκρύφιˬασμα τό, ἀμάρτ. ἀποκρυφίασμαν Πόντ. (Σαντ) ἀποκρύφσμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποκρύφγμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρυφιˬάζω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ἐνεργῇ τις ὢν άποκεκρυμμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA