ἀπορφανίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορφανίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορφανίζομαι ἀμάρτ. ἀπορφανίσκουμαι Πόντ. (Χαλδ.) Μετοχ. ἀπωρφανισμένος Ἴος.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπορφανίζομαι.
Σημασιολογία
Γίνομαι ὀρφανὸς: ᾽Επορφανίγαν τὰ παιδία ἀσ’ σὴ μάνναν ἀτουν Χαλδ. || ᾎσμ. ᾿Ηπέθαν’ ἡ θυˬατέρα μου τσ᾿ εἶναι 'φχαριστημένη, γιˬατ᾿ ἤφησε τὴν μάννα της τσ᾿ εἶναι ἀπωρφανισμένη Ἴος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA