ἀπορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορῶ λόγ. κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. ἀπουρῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀποροῦ Τσακων. ἀποράω Ἤπ. ᾿πουρῶ Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπορῶ.
Σημασιολογία
Θαυμάζω, ἐκπλήσσομαι ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἄκουσα κιˬ ἀπόρεσα. Θ’ ἀκούσῃς πράματα ποῦ θ᾽ ἀπορήσῃ ὁ νοῦς σου. Λὲς κἄτι πράματα ποῦ ἀπορεῖ ὁ νοῦς τ’ ἀνθρώπου. ᾿Απόρησε τὸ μυˬαλό μου μ’ αὐτὰ ποῦ ἄκουσα. Νὰ πάς νὰ δῇς θ᾿ ἀπορήσῃς κοιν. ᾿Απορῶ τσαὶ σαστίζω Μύκ. Θαμάζομαι καὶ ἀπορῶ Μεγίστ. ’Επρόκοβγεν εἰς τὰ γράμματα ποῦ ἐπομεῖναν οἱ δασκάλοι ἀπορημένοι γιˬὰ τὴν ἐξυπνάδα τοῦ παιδιˬοῦ αὐτόθ. ᾿Απορέκαϊ, ὅταν ὤράκαϊ τὸν πόρε ἀνοιὲ (ἐξεπλάγησαν ὅταν εἶδαν τὴν θύραν ἀνοικτὴν) Τσακων. || Φρ. ᾽Απορῶ καὶ ἐξίσταμαι (ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἀπορίας ἢ ἐκπλήξεως. ᾿Εκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) κοιν. || ᾌσμ. Θαμάζομαι καὶ ἀπορῶ πῶς δὲν ἀνθοῦν οἱ δρόμοι ἀπ' τὴ σιανομάδα σου κιˬ ἀπ᾿ τὴν καλήν σου γνώμη (σιανομάδα = σιγανομάδα = φρονιμάδα) Νίσυρ. Σηκών-νεται τιˬ ὁ Μουχλαλῆς ταὶ μπαίν-νει ᾽ς τὸ σαράγιˬον, βκάλ-λει διᾷ τὸ γράμμαν του ποῦ τοῦ ᾽χασιν γραμμένον, ποῦ τὸ θωρεῖ ταὶ ὁ βαλῆς, μεινίσκει ᾽πορημένος (διᾷ = δίδει) Κύπρ. Καὶ μετβ. θαυμάζω τι Θρᾴκ.: ᾎσμ. Μιˬὰ ταχινὴ περνοῦσα ἀπὸ τὸ περιβόλι ὁπού τὸ ἀποροῦν καὶ τὸ θαμάζουν ὅλοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA