ἀπολάγκαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολάγκαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολάγκαδο τό, Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λαγκάδι.
Σημασιολογία
Μικρὸ λαγκάδι: ᾎσμ. Σύν πέντ’ ἐπήδα τὰ βουνά, σὺν ἕξι τὰ λαγκάδιˬα καὶ τὰ μικρ’ ἀπολάγκαδα ἑφτὰ κιˬ ὀχτὼ ἐπήδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA