ἀπονιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπονιˬάρις ἐπίθ. Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπονιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
᾽Ανάλγητος, ἄσπλαγχνος, σκληρός: ᾎσμ. Κ᾿ ἕνας κυνηγάρις | σκύλλος ἀπονιˬάρις ’τοίμαζε σαΐττα | να την σαϊττέψῃ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόνετος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA