ἀπολαγωνεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαγωνεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολαγωνεύω Κρήτ. ἀπολαγωνεύγω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λαγωνεύω.
Σημασιολογία
Παύω νὰ κυνηγῶ, τελειώνω τὴν θήραν: ᾎσμ. Καὶ ’ς τὸ βουνὸ ἀνέβηκα λαγούδιˬα ὀγιˬὰ νά ’βρω κιˬ ἀπῆς ἀπολαγώνεψα μὰ τη bολλή μου κρίσι βρίστω μιˬὰ gόρη κ᾿ ἔπλυνε σὲ μαρμαρένιˬα βρύσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA