ἀπολᾳδιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολᾳδιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολᾳδιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀπουλᾳδιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ λαδιˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέρος τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, ὅπου ἔχει χυθῆ ἔλαιον ὑπὸ τῶν ἁλιέων διὰ νὰ βλέπουν καλὰ τὰ ἐντὸς καὶ πρὸς τὸν πυθμένα ψάρια ἢ μαλάκια Πελοπν. (Μεσσ.) β) Μέρος τῆς θαλάσσης ὅλως ἀκύμαντον κατ᾽ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὴν ρυτιδουμένην ἐπιφάνειαν ὑπὸ ἐλαφροτάτου κύματος (πβ. φρ. ἡ θάλασσα εἶναι λάδι) Πελοπν. (Μάν.) 2) Τὸ πέρας τῆς ἐσοδείας τοῦ ἐλαίου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA