ἀποσταμάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσταμάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποσταμάρα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Σουδεν. κ.ἀ.) κ. ἀ.-Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 102 ΧΧρηστοβασ. Διηγ. ξενιτ 65 -Λεξ. Αἰν. ἀπουσταμάρα Μακεδ. (Βλαστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ’πουσταμάρα Θρᾴκ.(’Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόσταμα ἢ ἀποσταμὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - άρα.

Σημασιολογία

’Απόσταμα 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Δὲ λογαριˬάζω τίποτ' ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀποσταμάρα Καλάβρυτ. Ξέρεις τί ἀποσταμάρα ἔχω! Σουδεν. Ὁ δρόμος τῆς ἡμέρας κ᾽ ἡ ἀποσταμάρα μᾶς ἔκαμε νὰ νυστάζουμε ὅλοι Μποὲμ ἔνθ᾽ ἀν. ᾿Απὸ τὴ μεγάλη του κούρασι καὶ τὴ μεγάλη του ἀποσταμάρα ΧΧρηστοβασ. Διηγ. ξενιτ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/