ἀποσταμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποσταμὸς ὁ, Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Αἰν. Βλαστ.Δημητρ. ἀπουσταμὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ. ’πουσταμὸς Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἀποστεμὸς Κρήτ. ἀπόσταμο τό, ΜΤσιριμώκ. ᾿Εκ βαθ. 62.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστένω.
Σημασιολογία
᾿Απόσταμα 2, ὃ ἴδ., ἔνθ’ ἀν. : Ἕνας ἀποσταμός, δὲ μπορῶ ν’ ἀνοίξω τὰ μάτιˬα μου Μάν. Τοὺν ἔπιˬασι ἕνας ἀπουσταμός, δὲ μπόρ’γι ντὶπ νὰ κου’θῆ Αἰτωλ. Αὐτὸς ᾿πουσταμὸ δὲν ἔχ’ (δὲν κουράζεται) Σουφλ. || Ποίημ. ᾿Αλάλητο τὸ ἐρωτικὸ μεθύσι | τοῦ πόθου ἀπόσταμο, ἀποκάρωμα | σέρνει ’ς τὰ μάτιˬα σου τὸ γλάρωμα ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA