ἀποστάρικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστάρικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποστάρικα ἐπίρρ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ. ά.) ἀποστάρ'κα Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀποστάρικος.

Σημασιολογία

’Επίτηδες ἔνθ’ ἀν. : Αὐτὸ το' ᾿καμες ἀποστάρικα Κέρκ. Τὸ λέει ἀποστάρικα γιˬὰ νὰ μὲ σκάσῃ Κέρκ. ’Επῆε ἀποστάρικα γιˬὰ νὰ τὴν εὕρῃ αὐτόθ. Συνών. ἀπόστα, ἐπιταυτοῦ, ξαπόστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/