ἀπολαΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολαΐζω, μέσ. ἀπολαΐσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀπολαγίσκουμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λαΐζω.
Σημασιολογία
1) Κλονίζομαι κατὰ τὸ βάδισμα, βαδίζω ἀσταθῶς Πόντ. (Κερασ.) β) Συνεκδ. Εἶμαι λίαν ἐξησθενημένος, ἀποκαμωμένος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Νἐ φαεῖν νὲ ποτήν, ἐπελαΐσταμε ἀσ’ σὸ λιμὸν Χαλδ. 2) Σηκώνω τὸ χέρι μου νὰ κτυπήσω Πόντ. (Κερασ.): Ἐπελαΐστα κ᾿ ἐχτύπησ’ ἀτον ἕναν πάτσον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA