ἀπολακκιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολακκιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολακκιˬάζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λακκιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐναποθέτω τοὺς δημητριακοὺς καρποὺς εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸν σιρόν. 2) Ἐξάγω τὸ γέννημα ἐκ τοῦ λάκκου, ἀναλαμβάνω ἀπὸ τοῦ σιροῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/