ἀποσαραντώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσαραντώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσαραντώνω ἀμάρτ.’ποσαραντών-νω Κύπρ. ἀπουσαραντώνου Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σαραντώνω.

Σημασιολογία

Συμπληρῶ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν (α) Ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ Κύπρ. Συνών. ἀποσαραντίζω, σαραντίζω. (β) Ἀπὸ τοῦ θανάτου Κύπρ. : ᾿Εν ἔφτασεν νὰ ’ποσαραντώσῃ τὸ παιδίν του τ’ ἐπέθανεν ἡ γεναῖκα του. (γ) Ἀπὸ τοῦ γάμου ἢ τῆς μνηστείας κττ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ. :ᾎσμ. Ἄν ἀγαπᾷς ἄλλ᾽ ἀποὺ μέ, μὴν ἀπουσαραντώσῃς ! Αἶν. Τ' ἂν ἀρμαστῇς ἄλλην ’ποῦ μέν᾿, νὰ μὲν ’ποσαραντώσῃς! Κύπρ. Κόρη, ταὶ πὲ τῆς μάννας σου τρία ροῦχα νὰ σοῦ κάμῃ, τὸ κότινον γιˬὰ τὸ σελ-λίν, τὸ ξίιν γιὰ τὸ κρεββάτιν, τὸ μενεβέσιν τ᾿ ὄμορφον ὅνταν ᾿ποσαραντώσῃς αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/