ἀποστασίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστασίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποστασίμι τό, Ἤπ. κ. ἀ. -Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποστασία καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ίμι. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 22 (1910) 241.

Σημασιολογία

Ζῷον κεκμηκὸς, ἰδίᾳ ἐπὶ ἵππου ἔνθ᾽ ἀν. : Γνωμ. Τὸ φαεῖ κάνει φαρὶ κ᾿ ἡ πεῖν’ ἀποστασίμι (ἡ ζωηρότης τινὸς ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς καλῆς διατροφῆς, εὔκολος δὲ ἡ κόπωσις ἐκ τῆς πείνης) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/