ἀποστάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποστάτης ὁ, λόγ. σύνηθ. ἀπουστάτ’ς Σκόπ. ἀποστάτα Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀποστάτης.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑπακούων, ὁ μὴ πειθαρχῶν, ἀτίθασος, ἐπαναστάτης Πελοπν. (Μάν.): Θ’ ἀκοῦς ὅ,τι λέω, μὴ νομίζῃς πῶς θὰ μοῦ γίνῃς ἀποστάτης. Ἄνθρωπος ἀποστάτης δὲν ἔχει θέσι 'ς τὸ σπίτι μου. Συνών. ἀντάρτης 2. 2) Ὁ ἀλλαξοπιστήσας λόγ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA