ἀποστατὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστατὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποστατὸς ἐπίθ. Τῆν. -ΓΔροσίν. Ψάρευμα 72 ἀκιστατὲ Τσακων. ἀποστατὸς ὁ, Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ Λέρ. Μεγίστ. Πάρ. Πελοπν. (Καλάμ. Λάκων.) Σύμ. Τῆν. Χίος (Βροντ.) ἀποστατὸ τό, Ἰων. (Κρήν.) ᾽ποστατό Δαρδαν. Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποστένω. Πβ. καὶ ΙΒογιατζίδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ’Αρχ. 118.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. Ι) Κουρασμένος Τσακων.: Τὸ ᾽αγωνικὸ ἔκι ἀκιστατὲ ἀπὸ τὸ δράνημα (τὸ λαγωνικὸ ἧτο κουρασμένο ἀπὸ τὸ τρέξιμο). Ὅλοι ἔμμε ἀκιστατοὶ (ὅλοι εἴμεθα κτλ.) ΙΙ) Ὁ ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον καταλειπόμενος εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς ἄγραν διερχομένων ἰχθύων, ἐπὶ δικτύου Τῆν. -ΓΔροσίν. ἔνθ’ ἀν.: Τὸ βάζουμε τὸ δίχτυ ἀποστατὸ Τῆν. «Ψαρεύονται μὲ δίκτυα ἀποστατὰ» ΓΔροσίν. ἔνθ' ἀν. Β) Οὐσ. Ι) Κούρασις Τσακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόσταμα 2. ΙΙ) Εἶδος δικτύου ριπτομένου εἰς τὴν θάλασσαν καὶ μένοντος ἐπὶ πολὺ Δαρδαν. Ἰων. (Σμύρν.) Λέρ. Μεγίστ.Πάρ. Πελοπν. (Καλάμ. Λακων.) Τῆν κ.ἀ. Ἔχομε ρίψει εἰς τὸ δεῖνα μέρος δύο ἀποστατοὺς Λέρ. Πάρ. Σμύρν. ᾽Εβάλαμεν ἀποστατὸν Μεγιστ. β) Ἡ διὰ δικτύων μακρὰ ἁλιεία ἐν καιρῷ νυκτὸς ἢ καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ. Λέρ. Πάρ. Χίος (Βροντ.) γ) Ἡ πρώτη καὶ τελευταία βολὴ τοῦ γρίπου εἰς τὴν θάλασσαν Σύμ. δ) Οὐδ.,ἡ μετὰ τὴν βολὴν τῶν δικτύων εἰς τὴν θάλασσαν ἀπομάκρυνσις τοῦ ἁλιέως Ἰων. (Κρήν.) ε) Τὸ μέρος τῆς θαλάσσης ὅπου ρίπτονται τὰ δίκτυα Μεσσ. Πβ. ἀποστιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/