ἀποσβήνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσβήνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσβήνω πολλαχ. ἀπουσβήνου βόρ. ἰδιώμ. ’ποσβένου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ. κ.ἀ.) ἀποσβῶ Λεξ. Αἰν. ᾿πισβῶ Σαμοθρ. ’ποσβήν-νω Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσβέννυμι.
Σημασιολογία
1) Σβήνω Εὔβ. (Κονίστρ.) : Φρ. Ἡ φωτιὰ ᾽ποσβένει τὴ φωτιὰ (ὅταν πάθη τις ἐλαφρὸν ἔγκαυμα, πλησιάζει αὐτὸ εἰς τὴν πυρὰν καὶ οὕτω θερμαινόμενον καθίσταται ἐλαφρότερον). Καὶ ἀμτβ. σβήνομαι ἐντελῶς πολλαχ.: Δὲν ἀπόσβησε ἀκόμη ἡ φωτιˬά, εἶναι ἀκόμη λίγη θράκα. Ἄφησε τὴ φωτιˬὰ ν᾽ ἀποσβήσῃ μοναχή της. Μὴ d’ ἀφίν’ς d’ φουτιˬὰ νά ᾿πισβήσ’ Σαμοθρ. Δὲ ’bιζίφ’σι ἡ φουτιˬά, βαστοῦν δότριγιˬα φούφ’λα (δότριγιˬα=δύο τρία) αὐτόθ. || Ποίημ. Πῶς νὰ μερέψῃ ὁ ποταμός, ἡ στιˬά πῶς ν᾽ ἀποσβήσῃ; ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,68. 2) Μεταφ. κάμνω τι νὰ ἀφανισθῇ Κῶς κ. ἀ. : Ἤπιˬα ὥσπου ἀπόσβηα τὴν κορυαμένην μου δίψα. Καὶ ἀμτβ. ἐξαλείφομαι, ἐκλείπω Εὔβ. (Ὄρ.) Ρόδ. : Δὲν ’ποσβένει τὸ κακὸ Ὄρ. ᾿Εν μοῦ ’ποσβήν-νει ’φτὸν τὸ πρᾶμα Ρόδ. 3) Ἐνεργ. καὶ μέσ. παύω νὰ ἀκμάζω ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,181 ΚΠαλαμ. Τάφ.2 4: Ποιήμ. Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα | καθὼς ἐσὺ βλαστάριˬα π’ ἄνθησαν κιˬ ἀπόσβησαν | μιᾶς χρυσαυγῆς καμάριˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ᾿Εγὼ ἀποσβήστηκα κιˬ ἀστροπελέκι, Λαμπέτη, μὄμεινες ἐσὺ στερ’νὸ ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA