ἀποσβολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσβολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσβολιˬάζω Πελοπν. (’Ολυμπ.) ᾿ποσβελιˬάζω Μέγαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀσβόλη.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τῆς πυρᾶς, καλύπτομαι ὑπὸ τέφρας, σβήνω: Τὴ φωτία τὴν παράτητσες τσαὶ ἄρχιτσε νὰ ᾿ποσβελιˬάζῃ Μέγαρ. ᾿Αποσβόλιˬασε ἡ φωτιὰ Πελοπν. (᾿Ολυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA