ἀπολέγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολέγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολέγω ἀμάρτ. ἀπολέω Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπουλέου Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Φθιῶτ) Ἀόρ. ἀπόειπα ἢ ἀπόπα ἢ ᾿πόπα πολλαχ. ἐπόπα Κρήτ. ἐπεῖπα Πόντ. (Κοτύωρ.) Μετοχ. ἀπολεημένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀποπωε͜ιμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λέγω, ὁ δὲ ἄορ. στοιχῶν καὶ εἰς τὸν ἐνεστ. ἀπομιλῶ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπεῖπον.

Σημασιολογία

1) Τελειώνω τὸν λόγον μου, παύω νὰ ὁμιλῶ πολλαχ.: Τὰ ’πόπετε; Ἰων. (Κρήν.) Δὲ dὴν ἀπολές καὶ τὴν ἱστορία ἀπόψε; Ἀπύρανθ. Ὅσην ὥρα gιˬ ἂν κάθωμαι, δὲ d’ ἀπολέω τὰ βάσανά μου Κρήτ. Πέdε μερόνυχτα νὰ λέω, δὲν ἀπολέουdαι αὐτόθ. Ἀκόμη δὲ d’ ἀπόπες; αὐτόθ. || Φρ. Εἶπι κιˬ ἀπόειπι (εἴρων. ἐπὶ τοῦ μὴ εἰπόντος σπουδαῖόν τι, μεταφ. δὲ ἐπὶ άποθανόντος) Ἤπ. (Ζαγόρ) || Παροιμ. Οὕλ-λοι λέαν καὶ ᾿πολέαν κιˬ ὁ κουτρούλλης ᾿κεῖ ποῦ ᾿πόνει(ἕκαστος προσέχει οὐχὶ εἰς τοὺς περὶ αὐτὸν λαλοῦντας, ἀλλ᾿ εἰς ὅ,τι ἰδιαιτέρως τὸν ἐνδιαφέρει) Κῶς Οὕλ-λοι λέσιν τιˬ ἀπολέσιν τιˬ ὁ φτωχὸς ἐτεῖ ποῦ ᾽πόνεν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. || ᾌσμ. Πολλὰ εἴπαμε κιˬ ἀπόε͜ιπαμε, ἂς ποῦμε καὶ τοῦ χρόνου πολλαχ. Ἐπόπαμε τ’ ἀφέντη μας, ἄς ποῦμε τῆς κερᾶς μας Ἀμοργ. Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸ λόγο δὲν ἀπόε͜ιπε Ἤπ. Κιˬ ὅdε dὸ λόγον ἤλεγε, τό ᾽χε ἀποπωε͜ιμένο Κρήτ. Τοὺ λόγου δὲν ἀπόσουσι κὶ τὴ μιλιˬὰ δὲν ᾽πούπι Αἶν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διῆγ. παιδιόφρ. στ. 901 (GWagner 172) «καὶ ὅταν ἐκπληρώσουσιν καὶ ἀποποῦν οἱ πάντες,| τότε νὰ εἴπω καὶ ἐγὼ καὶ τότε νὰ ὁρίσω». 2) Ἀνακαλῶ τὸ λεχθέν, μόνον εἰς τὴν φρ. ἀπεῖπα’ το Πόντ. (Κερασ.) ἢ ἐπεῖπα ’το Πόντ. (Κοτύωρ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών ξελέγω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/