ἀποσταχυˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταχυˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσταχυˬάζω, ’ποσταχυάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σταχυˬάζω.
Σημασιολογία
᾿Αρχίζουν νὰ πίπτουν οἱ στάχυες, ἐπὶ σίτου ὡριμάσαντος: ᾿Εν-νὰ πά' νά θερίσω τὸ σιτάριν, γιˬατ᾿ ἐποστάχυˬασεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA