ἀποστεγάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστεγάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστεγάζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. κ. ἀ.) -Λεξ. Περίδ. ἀποστεβάζω Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποστεγάζω.

Σημασιολογία

Ἀφαιρῶ ἢ καταστρέφω τὴν στέγην οἰκήματος ἔνθ’ ἀν. :᾽Επεστέγασαμε τ' ὁσπίτ’ Ὄφ. ᾿Επεστέβαξαμε τ᾽ ὁσπιτ’ Τραπ. Συνών. ξεσκεπάζω, ξεστεγάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/