ἀπολειτούργημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολειτούργημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολειτούργημα τό, Πελοπν. (Δημητσάν.) ’πολουτούργημα Κύπρ. -ΧΠαλαίσ. Θάνατ. Εἰρήν. 3

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολειτουργῶ.

Σημασιολογία

Τὸ τέλος τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἱερᾶς λειτουργίας ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καὶ ’ς τ’ ἀπολειτουργήματα ποῦ θ’ ἀπολειτουργήσουν Δημητσάν. - Ποίημ. Μετὰ τὸ ’πολουτούργημα ᾿ς τὰ σπίτιˬα τους ἐπῆαν μὲ τὴν ἰδίαν συλλογὴν ταὶ τὴν αὐτὴν αἰτίαν ΧΠαλαίσ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/