ἀπολείτουργος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολείτουργος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπολείτουργος ὁ, ἀμάρτ. ἀπολούτρουγος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λειτουργία.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἱερέως, ὁ ἄρτι περατώσας τὴν ἱερὰν λειτουργίαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ: Ἀπολούτρουγος ἔν᾽ ὁ ποππᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/