ἀπολειτουργῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολειτουργῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολειτουργῶ σύνηθ. ᾽πολουτουργῶ Κύπρ. ἀπουλ᾽τουργῶ Λέσβ. ἀπολειτουργάω Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀπολειτρουγάω Κεφαλλ. ἀπολουτρουγῶ Κρήτ. ἀπολουτρουῶ Θήρ. ἀπολ᾽τρουῶ Μύκ. ’πολουτουργῶ Κύπρ. ᾽πολουτρουῶ Θήρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπολειτουργῶ = τελειώνω τὴν ὑπηρεσίαν μου.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἱερέως, τελειώνω τὴν θείαν λειτουργίαν σύνηθ.: Ἀπολειτούργησεν ὁ παππᾶς. Θά ’ρθω ἅμα ἀπολειτουργήσῃ ὁ παππᾶς σύνηθ. ᾿Ηνεgάστηκα νὰ περιμένω ν᾽ ἀπολουτρουήσῃ γιὰ νά ᾿bω μέσα νὰ προσκυνήσω Θήρ. Ἅμα ἐπολουτούργησεν, ἐτρέξασιν νὰ πκιάσουν τὸ λείψανον ’ς τὴν ἐκκλησίαν νὰ τὸ ἐνταφιάσουν Κύπρ. || ᾌσμ. Καὶ σὰν ἀπολειτούργησε κ᾽ ἠκάτσανε νὰ φάνε, ἄρχισ’ ἡ γλῶσσα ἡ γλυκε͜ιὰ καὶ τὸ γλυκὸ τ᾿ ἀχείλη Ἰων. (Κρήν.) Καὶ σὰν ἀπολειτούργησαν, ἐπάψαν οἱ ψαλτᾶδες, φέρνουν ψωμὶ καὶ κάθουdαι τὸ κολατσιˬὸ νὰ κάμου Κρήτ. β) Μέσ. συνεκδ. ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαζομένων χριστιανῶν Ἄνδρ.: Τί ὥρα ἀπολειτουργηθήκατε; Ὁ,τι ἀπολειτουργήθηκα, ἔφυγα ἀμέσως. 2) Σχολάζω, ἐπὶ ναοῦ τοῦ ὁποίου ἡ λειτουργία ἐπερατώθη Ἄνδρ. Θήρ.: Ἀκόμη δὲν ἀπολειτούργησεν ὁ ἄις-Νικόλας Ἄνδρ. Ἡ ἐκκλησὰ ἠπολειτρούησε Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA