ἀπολειφάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολειφάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολειφάδα ἡ, ἀμάρτ. ᾿πολειφάδα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Κορινθ.) ᾽πολειχάδα Πελοπν. (Γέρμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολειφάδι κατὰ τύπ. μεγεθ.
Σημασιολογία
Ἀπολειφάδι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔμεινε ἀπὸ τὸ πλύσιμο μιˬὰ ’πολειφάδα Κορινθ. Τοῦ ᾿δωκα μία ᾿πολειφάδα σαπούνι Κονίστρ. Ἔρριξα μία ᾿πολειχάδα ’ς τὸ χαρανὶ γιˬὰ τὴν πλύσι Γέρμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA