ἀπολειφαδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολειφαδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολειφαδιˬάζω ἀμάρτ. ’πολειφαδιˬάζω Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολειφάδι.

Σημασιολογία

1) Λεπτύνομαι ἕνεκα συνεχοῦς ᾶποτριβῆς ὡς τὸ ἀπολειφάδι: ’Πολειφαδιάζει ὁ πάτος τοῦ παπουτσιˬοῦ - ἡ λεπίδα τοῦ μαχαιριˬοῦ κττ. Δημητσάν. 2) Μεταφ. Καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Βούρβουρ.): Τί ’πολειφάδιˬασες, μωρή, ἔτσι; Βαμβακ. ’Πολειφάδιˬατσε ’πὸ τὴν ἀρρώστιˬα Κονίστρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/