ἀπολειφαδώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολειφαδώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολειφαδώνω ἀμάρτ. ἀπολειφαώνω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Μέσ. ᾿πολειφαών-νουμαι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολειφάδι.

Σημασιολογία

Κάμνω τι νὰ άποτριβῇ, νὰ άποξεσθῇ, νὰ καταστῇ ὡς ἀπολειφάδι ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Ἐπολειφάωσε τὴ στράτα (ἐπὶ τοῦ πολλάκις βαδίσαντος τὴν αὐτὴν ὁδὸν) Ἔλυμπ. Ἀπολειφαωμένη εἶν’ ἡ πέτρα μὲ τὸ ἄμε κ’ ἔλα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/