ἀποστέκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστέκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστέκω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουστέκου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿ποστέκω Θράκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σιρέντζ.) Κρήτ. Κύπρ. Μέσ. ἀποστέκομαι Κρήτ. ᾽ποστέκομαι Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στέκω ἢ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀφίστημι.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. στέκω ἐπ᾽ ὀλίγον, σταματῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. Κῶς Μακεδ. (Γκιουβ.) Πόντ. (Ὄφ.) κ. ἀ. -Λεξ. Αἰν. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Ἀπουστάθ’κα ψῖχα᾽ς τοὺ πιζού’ Ζαγόρ. Ποῦ ἀποστάθη ; Λεξ. Αἰν. Σίτ’ ἔβγαινα ᾿ς σὸ ραί ἐπεστάθα Ὄφ. || ᾎσμ. Σὰν βλέπῃ τ᾽ ἀδερφάκι τση ᾽ς τὴν πόρτα ν᾿ ἀποστέκῃ Γκιουβ. Ἡ σημ. ἀρχ. Ξενοφ. ᾽Ανάβ. 2,4,26 «ἐπορεύετο δὲ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος». Συνών. κοντοστέκω. β) Σταματῶ, στέκω, ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, τὰ ὁποῖα σταματοῦν εἰς τὸν οἰσοφάγον Κωνπλ. Λυκ (Λιβύσσ.) Μεγίστ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Ρόδ Χίος: ’Εποστάθη μου τὸ ψωμὶ Ρόδ. ᾿Απουστάθηκέν μας ἡ γουλεˬὰ -ἡ μπουκκεˬὰ Λιβύσσ. ᾽Επεστάθεν ἡ βούκκα - τὸ φαγεῖν Τραπ.’Επεστάθε με τὸ ψωμὶν αὐτόθ. ᾿Επεστάθε με τὸ φαεῖ ᾽΄Οφ. Θαρεῖς μὲ ἀποστάθηκε τὸ νερο Κωνπλ. Καὶ ἀπροσ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ ᾿΄Οφ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος: Μοῦ ἀποστάθηκε (ἐκόμπιασα) Χίος ᾿Αποστέκ’ τον (ἡ φρ. λέγεται καὶ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ζητοῦντός τι ἐπιμόνως) Ἴμερ. Κερασ Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. ᾿Επεστάθε με Τραπ. ’Επεστάθε με, τ᾿ ὀμμάτι σ’ ἀποπίσ᾿-ι-μ' ἔν’ (τὸ μάτι σου εἶναι ᾿ς τὸ φαεῖ ποῦ τρώγω καὶ γι’ αὐτὸ σταμάτησε ᾽ς τὸν οἰσοφάγο μου) Ἴμερ || Παροιμ. Βούλην τὴν καμήλαν ἔφαάμουν κ’ εἰς τὴν νουράν ἀπουστάθηκέν μας (ὅτι δέον νὰ ἐμμένῃ τις ἐν τῷ ἔργῳ μέχρι περατώσεως αὐτοῦ) Λιβύσσ. Συνών ἀποστένω 1. Πβ. ἀποκοντυλιˬάζω, κοντυλιˬάζω. 2) Μένω,παραμένω Λεξ.Αἰν. 3) ᾽Αποκάμνω, ἀπαυδῶ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν (Μάν.) Πόντ. (Τραπ): Ὅσο νά ᾽ρτ' ὥς ἐδῶ πέρα ᾿πεστάθ’κε Γέν. ᾿Εποστάθηκε ὁ γάιδαρος Κρήτ. ’Ποστέκω ᾿ποὺ τὸ ἀνήφορον Κύπρ. ᾿Ποστάθ᾿κα νὰ πορπατῶ Σαρεκκλ. ᾽Αποστάθηκε τὸ γαιˬδούρι Μάν. ᾿Αποστάθημα ψάχνοντα νὰ σ’ εὕρουμε αὐτόθ. || Παροιμ. Ὅπκο͜ιος γουρᾷ ᾽ποστέκεται γλήορα Κύπρ. Οὕλον τὸν βοῦν ἔφαν τον ταὶ ’ς τὴν νουράν ἐποστάθηκεν (ἐπὶ τοῦ μὴ φέροντος ἔργον τι εἰς πέρας) αὐτόθ. Οὕλο τὸ γάιδαρ’ ἔφαε κ’ εἰς τὴν ὀρά ᾽ποστάθη (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. || ᾌσμ. Ὁ μαῦρος του ’ποστάθηκε τ’ ἐκεῖνος ἐβαρύθη Κύπρ. Ἄν ἀποστέκ’ ὁ βουδνόν, κρούγ’ν ἀτον τσιπουκέας, ἂν ἀποστέκ’ ὁ γιˬόκας σου, κρούγ’ν ἀτον μααιρέας ( βουδνόν₌μέγας βοῦς, τιπουκέας₌πλήγματα βέργας) Τραπ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ κουρασθῇ, καταπονῶ, κουράζω Κύπρ.: Μὲν τὸ φορτών-νῃς πολ-λὰ τὸ ἄλογον ταὶ ᾽ποστέκεις το.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/