ἀπολειψανωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολειψανωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπολειψανωμένος ἐπίθ. Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λείψανο κατὰ τὰς μετοχ. τῶν εἰς -ώνω ρημάτων.
Σημασιολογία
Ὁ κίτρινος ὡς λείψανον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ νεκροῦ: Ἀπολειψανωμένο τὸν εὑρῆκ’ ἀποὺ τὸ φόβο dου. Ἀπολειψαμένη ᾽ναι ἀποὺ τὴ gάκητά τζη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA