ἀποσβούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσβούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσβούρι τό, Κίμωλ. Σέριφ. ᾽ποσβούρι Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ σβούρα.
Σημασιολογία
1) Τὸ μικρὸν καὶ ἀτροφικὸν κάρυον τοῦ βάμβακος Κίμωλ. 2) Τὸ μικρὸν καὶ ἀτροφικὸν σῦκον καὶ καθόλου τὸ ἀπορριπτόμενον Τῆλ.: Πιˬάσε δυˬὸ τριˬὰ ’ποσβούριαˬ καὶ ρῖξε τοῦ χοίρου. 3) Τὸ ἀποπαίδι Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA