ἀποστέλνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστέλνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστέλνω, ἀποστέλλω λόγ. ἐνιαχ. ’ποστέλ-λω Κάρπ. ᾿πεστέλ-λω Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ. ἀποστέλνω ἐνιαχ. ἀποστέρνω Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. ἀποστελάμενος Πελοπν. (Οἰν.) ἀπεσταλμένος λόγ. κοιν. καἱ δημῶδ. Ἤπ. ἀπιστειλμένους ᾿΄Ηπ. (Πρέβ.) ἀποστελμένος ἀγν. τόπ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν ἀποστέλνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποστέλλω. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 1049 (ἔκδ. JSchmitt) «μὲ πονηρίαν ἀπόστελνεν τοὺς καταπατητᾶδες».

Σημασιολογία

1) Πέμπω μακράν, στέλλω λόγ. ἐνιαχ. καὶ δημῶδ. Ζάκ. Θράκ. (᾿Αδριανούπ.) Ἰων. (᾽Ερυθρ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κῶς κ.ἀ. :Ὅπως τὴν εἶδε τὸ βασιλόπουλλο, τὴν ἔβαλε ’ς τὴν καρδιˬά του, ὤ, ὁ Θεὸς τί μοῦ ἀπόστειλε ! (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. ’Πέστειλέ σου ἡ μάννα σου χαρτὶ καὶ χαρτουλάρι (φρ. λεγομένη ἐν τῇ παιδιᾷ κρά-κουρούνα) Κάλυμν. || Παροιμ. Τὰ κακά ἀποσταλμένα τά σκυλλιˬὰ τὰ μαγειρεύουν Ἤπ. || ᾌσμ. ᾿Εμένα μέ προστάζουνε, μ’ ἔχουν ἀποστελμένο ἀγν. τόπ. Καλῶς τηνε τὴν κόρη μου τὴν ὡρα͜ιοπλουμισμένη, κουμπάρα τὴν ἀπόστειλα καὶ νύφη κατεβαίνει Ἐρυθρ. Οὕλοι ᾿υρίζουν ἄπρακτοι καὶ καταφρονεμένοι, ᾿ποστέλ-λει καὶ τὴν βάιαν του τὴν ἐμπιστευτικήν του Κάρπ. Βά’νει φλουριˬά ’ς τὸ μαχραμᾶ καὶ τοῦμπλες ᾿ς τὸ μαντήλι, τῆς λυερῆς τ᾽ ἀπόστειλε ἀντάμα της νὰ μείνῃ Πάτμ. Ποτήρι δάκρυα ᾿έμισε κι ἄλλο μισάτωσέ το, τῆς μάννας της τ᾽ ἀπέστειλε μὲ τὸ πουλλὶ τ᾿ ἀόνι (ἀόνι₌ἀδόνι, ἀηδόνι) ἀγν. τόπ β) Προπέμπω, κατευοδώνω Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.): Τὴν ἀπόστειλαμε τὴν δεῖνα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβγάλλω 2. 2) Ἡ μετοχ. ἀποστελάμενος ὡς οὐσ., ὁ ἀπεσταλμένος Πελοπν. (Οἰν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστολάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/