ἀποστένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστένω, ἀποστήνω Θρᾴκ. (Μάδυτ) Προπ. (Κούταλ.) Σέριφ. ᾽ποστήνω Προπ. (᾿Αρτάκ.) ἀποστένω κοιν. ἀποστέν-νω Ρόδ. ἀπουστένω Πόντ. (Σινώπ.) ἀπουστένου βόρ. ἰδιώμ. ἀπουτένου Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) ᾽ποστένω Κύπρ. κ. ἀ. ᾽ποστένου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὄρ.) ’πουτένω Θρᾴκ. (Σουφλ.) ’πουστένου Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Θρᾴκ.(Λουλέμπ.) ἀποστάζω Κορσ. κ.ἀ. ἀπουστάζου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) 'πουστάζου Θρᾴκ.(’Αδριανούπ.) Μακεδ (Χαλκιδ.) ἀποστῶ Μακεδ. (Καστορ.) ἀποστάω Πελοπν. (Μάν) κ.ἀ.-Γέρ. Κολοκοτρών. 20. Μέσ. ἀποστήνομαι Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀποστήν-νομαι Κύπρ. ᾿ποστήν-νουμαι Κύπρ. ἀποστένομαι Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ κ.ἀ. ἀπουστέν-νουμι Λυκ. (Λιβύσσ) ᾿ποστένομαι Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.) ’ποστένουμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ. ἀ) -ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ἠθογραφ. 3,121 ’μπουστένομαι Μεγίστ. ᾽πεστέν-νουμαι Ρόδ. ᾿πεστένουμ᾿ Θρᾴκ. (Γέν.) ἀπιστενούμενε Τσακων. ἀκιστενούμενε Τσακων. Μετοχ. ἀποστάμενος Στερελλ. (Δελφ.) ’ποσταμένος Κύπρ κ.ἀ. ἀποστεμένος Κρήτ. ᾿ποστεμένος Κρήτ. Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀφίστημι. Πβ. Κορ ἔκδ. Ἰσοκρ. 2,296. ᾿Εν Λυβίστρ. καὶ Ροδάμν. Ε στ. 3854 (ἔκδ. JLambert) ἀπαντᾷ τύπ. ἀπέστασαν. Ὁ ἀόρ ἀπόστανα κατὰ τὸ σχῆμα ζεσταίνω - ἐζέστανα, μαραίνω - ἐμάρανα κττ. Ἡ μετοχ. ἀποσταμένος καὶ ἐν Μαχαιρ 1,412 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
1) Σταματῶ, ἐπὶ τροφῶν αἱ ὁποῖαι σταματοῦν εἰς τὸν οἰσοφάγον Μεγίστ Ρόδ.: ’Ποστέν-νεταί μου τὸ φαεῖ Ρόδ. ᾽Μπουστέν-νεταί με-ἐμπουστάθη με Μεγίστ. Συνών. ἀποστέκω 1β. 2) ’Αποψύχομαι, κρυώνω ὀλίγον, ἐπὶ φαγητῶν Νάξ. (᾽Απύρανθ.): ᾽Αφίνετέ το τὸ φαεῖ ν᾿ ἀποστήνεται. ᾿Εποστήθηκε ρἀμμιˬὰ ᾽υχεˬά; -Καθόλου δὲν εἶναι ἀποστημένο τὸ φαεῖ. 3) Μετβ. στήνω παγίδας πρὸς ἄγραν πτηνῶν Θράκ. (Μάδυτ) β) Ρίπτω δίκτυα πρὸς ἁλιείαν Προπ. (Κούταλ.) Χίος: ᾽Αποστημένα ἔχω τὰ δίχτυˬα Χίος. 4) ᾿Αποκάμνω, ἀπαυδῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Σινώπ Τραπ.)Τσακων. : Ἀποστένω εὔκολα - ἀπὸ τοὶς πολλὲς δουλειˬές. ᾿Αποστένω να τόνε συμβουλεύω. Ἀπόστασα να στέκωμαι – νὰ περιμένω. Δούλεψε πολύ κιˬ ἀπόστασε. Μήν τρέχῃς, γιατὶ θ’ ἀποστάσης. Ἀνέβηκα ’ς τό βουνὸ ἀποσταμένος. Ἦρθε ἀποσταμένος καὶ πάει νὰ κοιμηθῇ. ’Αποστένει κἀνεὶς μὲ τὸ σκάψιμο κοιν. Ἀπόστατε το γαιˬδούρι Μέγαρ. Εἰς τον ἀνήφορον ἐγώ ἀποστένομαι Ρόδ. Εἶνι ᾿πουσταμένου τοὺ μ᾿λάρ᾽ κὶ δὲ bααί’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἔν ᾽ποσταμένος τοῦ κυνηοῦ (ἀπὸ τὸ κυνήγι) Κύπρ. ᾿Ακιστάατε ἀπὸ τὸν πορεία; -’Εκιστάμαï περ᾽σσοῦ (ἐκουραστήκατε ἀπὸ τὸν δρόμον; -᾿Εκουραστήκαμε πολὺ) Τσακων. Ἕνα ρακὶ ἀποστάμενο (βραχυλ. ἀντί: γιˬὰ ἀποσταμένο) Δελφ. ᾿Αποσταμένο πάτημα (συνεκδ. ἀντί: πάτημα ἀποσταμένου ἐνν. ἀνθρώπου) Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 137. || Αἴνιγμ. Τὰ δύο τρία γίνηκαν, τὰ μακρεˬὰ κοντύναν, τὰ ἄλογ’ ἀποστάσανε και τό ρολόι ἐστάθη (τὸ γῆρας. τὰ ἄλογ’ ἀποστάσανε ἤτοι οἱ ὀδόντες ἀπέκαμον) ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ. 157. || Παροιμ. Μοναχός σου δούλευε, ποτὲ δὲν ἀποστένεις (ὁ ἐργαζόμενος μόνος του δὲν ἀποκάμνει) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 167 Κόρη μου, κιˬ ἂν ἀπόστασες, πιˬάσε τὸ χειρομύλι (ἐπὶ τοῦ καταπονουμένου δι' ἀλλεπαλλήλων ἐργασιῶν καὶ ὑποχρεουμένου ἀντὶ ἀναπαύσεως ν᾿ ἀρχίσῃ βαρυτέραν ἐργασίαν) Πελοπν. (Λακων.) Ἄ’ δ᾿λεύ’να κιˬ ἄ’ ἀπουστέν’να (ἐπὶ μεμψιμοιροῦντος διὰ κόπωσιν, ἐνῷ ἄλλος κουράζεται) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) || Γνωμ. Ὅπο͜ιους τρέ’ πουλὺ γλήγουρα ἀπουστέ’ Μακεδ. Ὁ γέρως κιˬ ἂν ἀdρεύεται ᾿ς τὸ ρίζωμ’ ἀποστένεται Κρήτ. Ὁ γέρως κιˬ ἂν ἀντρεύγεται 'ς τ᾽ ἀνήφορον ’ποστένεται Κάρπ. || ᾌσμ. Καὶ παίρνει ὁ νεˬὸς τὸ ρίζωμα κιˬ ὁ Χάρως τὴ bλαγιˬάδα ’πάνω σέ πλάκα ἔκατσεν ὁ Χάρως ᾿ποστεμένος Κρήτ. Κόβγουσιν χῶρες καὶ λαὸν καθὼς ἔν᾽ μαθημένοι, ᾿ς τὸν πόλεμον σὰν μάχονται, ποτ-τ’ ’ὲν ἔν᾿ ’ποστεμένοι Κύπρ -Ποιήμ. Τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,63 Σὲ μιˬὰ καλύβα μέσ᾿ ’ς τὴ λίμνη καθιστὴ τὴ νύχτα θὰ φωλεˬάζουμε ἀποσταμένοι ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ 76. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾿Ιδ. Χρον. Μορ Ρ στ. 4851 (ἔκδ. JSchmitt) «κ' οἱ Φράγκοι ἀπεστάθησαν ἐκ τοῦ πολλοῦ τοῦ κόπου». Συνών. ἀγαναχτῶ Α2, ἀποκάμνω Α1, *ἀποστανίσκω, *ἀποστατίζω ΙΙ, ἀποστέκω3, ἀποστεμιˬάζω, ἀσκομαχιˬάζω, ἀσκομαχῶ, δειλιˬάζω, κοπιˬάζω, κουράζομαι (ἰδ. κουράζω), λιγώνομαι (ἰδ. λιγώνω), μπαïλdίζω, σκοτώνομαι (ἰδ. σκοτώνω), τρομάζω. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ κουρασθῇ, καταπονῶ, κουράζω Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. : ᾽Αποστένεις τὸν γάαρον Κάρπ. ’Επόστασεν τὸν ἄπ-παρον αὐτόθ. ‖ Γνωμ.. Ἁψέα λαλεῖς τὸν γάαρον, ἁψέα τὸν ἀποστένεις Καρπ || ᾌσμ. Κιˬ ἂν σ᾿ ἀποστάσω λάλημα, τὴ στάνη σου νὰ πάρω Ἤπ. Μ’ ἐφάασι, μ’ ἀποστάνασι | τὰ κοριτσάκιˬα τοῦ Νυφιˬοῦ Μάν. Μ’ ἔφαε καὶ μ᾿ ἀπόστανε | ἡ σκουληκομερμηγκότρουπα (μεταφ. τὸ αἰδοῖον γυναικὸς) αὐτόθ. Συνών. κουράζω, λιγώνω. 5) Γηράσκω Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Απόστασα πεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA