ἀποστερεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστερεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστερεύω Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Μπριγκ. Βλαστ. Πρω.Δημητρ. ἀποστερεύγω Σύμ. ’ποστειρεύγω Σύμ. ᾿ποστειρεύγιˬω Ρόδ. 'ποστειρεύgιˬω Ρόδ. ’ποστειρεύgω Ρόδ. ᾿ποστειρεύκω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στερεύω. Ὁ τύπ. ἀποστερεύγω καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Στειρεύω τελείως, παύω νὰ παράγω γάλα, ἐπὶ ζῴων Σύμ Ρόδ. : ᾽Αποστερέψαν τά κατσίκιˬα (οἱ γίδες) Σύμ. ᾿Εποστείρεψεν ἡ ἀεˬλα͜ιά -ἡ κατσίκα Ρόδ. 2) Στειρεύω ἐντελῶς, παύω ὅλως νὰ ἐκρέω, ἐπὶ πηγῆς Σύμ. -Λεξ.Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἐποστερέψανε τἀ φετρὰ (πηγάδια) Σύμ. 3) Στερῶ τελείως Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. Πβ. ἀποστειρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA