ἀποστερεˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστερεˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστερεˬώνω Πελοπν (Μάν) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στερεώνω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι τελείως στερεόν, στερεώνω καλὰ συνήθως ὀρθίως ἔνθ’ ἀν. : Θέλω ν᾿ ἀποστερεˬώσω τὴν ἐλα͜ιά, γιˬὰ θὰ τή σπάσῃ ὁ ἀέρας Μάν. Γιˬούρνει ἡ κολόννα καὶ νὰ πάς νὰ τὴν ἀποστερεˬώσῃς αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA