ἀποστερνάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστερνάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποστερνάδι τό, Πελοπν. (Πλάτσ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόστερνος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
Τὸ ὑστερότοκον τέκνον ἔνθ' ἀν. : Ἐχω καὶ τὸ ἀποστερνάδι μου Πελοπν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι , ἀπόσπερμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA