ἀπονο͜ιάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονο͜ιάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονο͜ιάζομαι ἀμάρτ. ἀπηνο͜ιάζουμαι Πελοπν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόνοια.
Σημασιολογία
Χάνω τὸν νοῦν μου, ζαλίζομαι: Τοῦ κοπάνισα μιˬὰ μὲ τὴν πέτρα κιˬ ἀπηνο͜ιάστηκε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA