ἀπονόψυχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονόψυχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπονόψυχος ἐπίθ. ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπονος καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ συμπαθῶν, ἄσπλαγχνος, ἀνάλγητος, σκληρὸς ἐνιαχ.: ᾿Εσὺ δὲ bονοψυχᾶσαι κἀνεί, εἶσ᾽ ἀπονόψυχος Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόνετος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA